Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

Το Ποίημα "Φωτογραφίες απ'τη Μικρά Ασία " Καίτη Κοκκινοπούλου Ευστρατιάδου

Φωτογραφίες απ’ τη Μικρά Ασία

Μια συλλογή φωτογραφιών από τα περασμένα,
με ξέθωρα τα πρόσωπα, χαρτιά κιτρινισμένα,
έφεραν ‘μπρος μου εποχές και χρόνους νοσταλγίας,
ενός ακμαίου Ελληνισμού Θράκης και Μικρασίας.
Ανάγκη επιτακτική νοιώθοντας μ’ απληστία
στις ρίζες του Ελληνισμού να κάνω ιχνηλασία,
χέρι απαλά ανέσυρε της μνήμης την αυλαία
κι’ ευθύς με τους προγόνους μου βρεθήκαμε παρέα.

Φόρεσα τις γαλότσες μου, σκάλες να μη λερώσω
και τα καλά παπούτσια μου απ’ τις λάσπες να γλυτώσω.
Πήρα και τ’ αδιάβροχο, ομπρέλα και καπέλο
γιατί αν βρέξει ξαφνικά, θα μου βραχεί το βέλο.

Μια μουσική αόρατη, με ούτι και σαντούρι,
συνόδευε τα βήματα απ’ το κλειστό παντζούρι,
σε καλντερίμια και στενά, δρόμους λιθοστρωμένους,
απ’ την πολλή τη χρήση τους λίγο γυαλισμένους.


Περνούσα σπίτια αρχοντικά, έμπαινα μέσα νοερά,
στους τοίχους έβλεπα χαλιά, μιντέρια στη γωνιά
και τ’ ακριβά τα έπιπλα με γούστο στολισμένα,
με πορσελάνες «Μάϊσεν» και πιάτα ασημένια.

Στη σάλα δούλα και κυρά τακτοποιούν τα υφαντά,
της Προύσσας τα μετάξια και στο μεγάλο το σοφρά
σερβίρουνε τα φαγητά, τον κύρη καρτερούνε
την πλούσια την Πολίτικη κουζίνα να γευτούνε.

Πέρασα από αγροτικά σπιτάκια ευλογημένα,
που μύριζαν βασιλικό, φρεσκοασβεστωμένα.
Γιόρταζαν χριστιανικά κάθε αρχή Ινδίκτου,
ραντίζοντας ευλαβικά την εσοδειά του κήπου.

Ήπια νερό με μαστραπά από τα συντριβάνια
και στη σκιά ξαπόστασα κάτω απ’ τα πλατάνια.
Μικρά παιδάκια έπαιζαν στις πλάκες το κουτσό,
άνθρωποι κάθε τάξεως πηγαίναν στο λουτρό.

Κι’ ενώ περιπλανιόμουνα στους πάνω μαχαλάδες,
βρέθηκα στην αγορά με τους πραματευτάδες.
«Σαλεεέπ» ζεστό για το λαιμό, λάχανα και παντζάρια
και κάθε είδους προϊόν πουλιούνταν με παζάρια.

Εκεί στα ψαροκάϊκα τη φρέσκια παλαμίδα
την έδιναν με την οκά, όπως και τη μαρίδα.
Πολίτικα γαλακτερά, κουλούρια σησαμάτα,
αυγά, τυριά, λουκάνικα, μπαχαρικά γεμάτα.

Άνδρες με τα σαλβάρια τους, άλλοι με παντελόνια,
γυναίκες με τις βράκες τους, κυρές απ’ τα σαλόνια
έκαναν τις προμήθειες τους και οι πιτσιρικάδες
χαλβά, ματζούνι και γλυκά ζητούσαν στους νταβάδες.

Μ’ άλογα άσπρα, καφετιά περνούσαν αραμπάδες
κι’ από τα καταστήματα μύριζαν λουκουμάδες.
Μάτια περίεργα έβλεπαν πίσω απ’ τους μπερντέδες
κι’ ο Μουεζίνης φώναζε από τους μιναρέδες.

Με όλον αυτό τον συρφετό, την τόση φασαρία,
τρέπομαι σ’ άτακτη φυγή, περνώ απ’ την πλατεία,
ανάπαυση πήγα να βρω σε κάποια εκκλησία
με το ψηλό καμπαναριό που έχει ιστορία.

Προσκύνησα ευλαβικά και τις «επτά εκκλησιές»,
που οι Απόστολοι άναψαν επτάφωτες λυχνίες,
φλόγα που μεταλαμπάδευσαν οι Άγιοι Πατέρες,
να ‘χουμε άσβεστο το φώς και στις δικές μας μέρες.

Πήγα σε λέσχες, θέατρα και σε τυπογραφεία,
Χρηματιστήρια, Τράπεζες, σ’ όλα τα Προξενεία,
σε σύλλογους αθλητικούς και μουσικής παιδείας,
του θαυμαστού Ελληνισμού της γης της Μικρασίας.

Σε κάθε βήμα σκόνταφτα επάνω σε αρχαία,
με μάρμαρα πεντελικά, αγάλματα σπουδαία,
σε σμιλευμένους κίονες Ιωνικού ρυθμού
και σε μνημεία ταφικά άξια θαυμασμού.

Στο δρόμο μου συνάντησα μέγαρα Ελληνικά
πνευματικά φυτώρια και εκπαιδευτικά,
χώρους λαμπρών πολιτισμών μ’ όλο το μεγαλείο,
σα να ‘ταν ένα υπαίθριο ιστορικό Μουσείο.

Αλλά βραδιάζει, κι’ έκλεισαν, ασφάλισαν οι πόρτες
κι’ άφησα πίσω Ίωνες, Θράκες και Καππαδόκες,
κοιτίδες του πολιτισμού στων Μικρασιατών τη ρότα,
συγκίνησης αντίλαλους κι’ ανταύγειες από φώτα.

Ένα αμάξι χάνεται μέσα στα καλντερίμια,
με κουδουνιών απόηχο μαζεύω τα συντρίμμια,
φωτογραφίες μιας ζωής, σαν τα πεσμένα φύλλα,
ερείπια προγονικά, μου προκαλούνε πλήγμα.

Κι’ αν οι ορδές πυρπόλησαν σκληρά τη ρωμιοσύνη,
και μέσ’ το αίμα κύλησαν και τη Χριστιανοσύνη,
οι αλύτρωτες Πατρίδες μας θα ζουν για μας αιώνια,
γιατί δεν ξεριζώνονται οι μνήμες με τα χρόνια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου